economy

την επίδραση της τεχνολογίας στην εκπαίδευση.

Η τεχνολογία έχει επηρεάσει και αλλάξει ριζικά τον τρόπο που μαθαίνουμε και διδάσκουμε στην εκπαίδευση. Με την εισαγωγή των υπολογιστών, των tablet και των smartphones στην καθημερινότητά μας, έχουμε πλέον πρόσβαση σε απεριόριστο όγκο πληροφοριών και εκπαιδευτικού υλικού με μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο.

Η τεχνολογία στην εκπαίδευση δεν αφορά μόνο την πρόσβαση σε πληροφορίες, αλλά και τον τρόπο που διδάσκουμε και μαθαίνουμε. Η διαδικτυακή εκπαίδευση έχει καταστήσει δυνατή την απόσταση μεταξύ καθηγητή και μαθητή, επιτρέποντας σε αυτούς που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές ή ακόμα και σε άλλες χώρες να σπουδάσουν σε πανεπιστήμια και σχολές σε όλο τον κόσμο.

Επιπλέον, η τεχνολογία έχει δημιουργήσει νέες μορφές εκπαιδευτικού υλικού, όπως τα βιντεομαθήματα και τα διαδραστικά παιχνίδια, τα οποία κάνουν τη μάθηση πιο ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική για τους μαθητές. Επιπλέον, η χρήση των κοινωνικών δικτύων στην εκπαίδευση έχει ενισχύσει τη συνεργασία και την επικοινωνία μεταξύ μαθητών και καθηγητών, δημιουργώντας έτσι μια πιο δυναμική και διαδραστική διαδικασία μάθησης.

Ωστόσο, η τεχνολογία στην εκπαίδευση δεν έχει μόνο θετικές επιπτώσεις. Η υπερβολική χρήση των ψηφιακών συσκευών μπορεί να οδηγήσει σε εθισμό και απομόνωση, ενώ η έλλειψη ελέγχου και καθοδήγησης ενδέχεται να μειώσει την ποιότητα της μάθησης. Επιπλέον, η υπερβολική εξάρτηση από την τεχνολογία μπορεί να μειώσει την ικανότητα των μαθητών να σκέπτονται και να λύνουν προβλήματα με τον παραδοσιακό τρόπο.

Για να αξιοποιήσουμε τα οφέλη της τεχνολογίας στην εκπαίδευση και να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, είναι σημαντικό να εφαρμόσουμε μια ισορροπημένη προσέγγιση. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι ενημερωμένοι και να εκπαιδεύονται συνεχώς για τις νέες τεχνολογίες και τις καινοτομίες στον τομέα της εκπαίδευσης, προκειμένου να μπορούν να ενσωματώνουν αυτές τις τεχνολογίες στη διδασκαλία τους με αποτελεσματικό τρόπο.

Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να διαμορφώσουν μια προσέγγιση που θα συνδυάζει την παραδοσιακή διδασκαλία με τη χρήση της τεχνολογίας, προκειμένου να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική μάθηση των μαθητών. Επιπλέον, πρέπει να δημιουργηθούν μηχανισμοί για την αξιολόγηση και την παρακολούθηση της χρήσης της τεχνολογίας στην εκπαίδευση, προκειμένου να διασφαλιστεί η βέλτιστη αξιοποίησή της.

Τέλος, η τεχνολογία στην εκπαίδευση πρέπει να είναι προσβάσιμη σε όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως κοινωνικής ή οικονομικής θέσης. Η δημιουργία προγραμμάτων και πόρων που θα επιτρέπουν σε όλους τους μαθητές να έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία και να μάθουν να τη χρησιμοποιούν αποτελεί κρίσιμο βήμα για τη δημιουργία μιας ισότιμης και δίκαιης εκπαίδευσης.

Συνοψίζοντας, η τεχνολογία έχει επαναπροσδιορίσει τον χώρο της εκπαίδευσης και έχει δημιουργήσει νέες δυνατότητες για την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων. Ωστόσο, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να διασφαλίσουμε ότι η χρήση της τεχνολογίας στην εκπαίδευση γίνεται με υπεύθυνο τρόπο και με σκοπό την ενίσχυση της μάθησης και της δια ζωής μάθησης.

Ο Δημήτρης Λιαντίνης ήταν ένας Έλληνας φιλόσοφος και καθηγητής που πίστευε πως οι αρχαίοι Έλληνες ήταν τόσο απασχολημένοι με την ιδέα του θανάτου, που αυτό σχημάτισε τη βάση ολόκληρου του πολιτισμού τους. Στη συνέχεια εξαφανίστηκε με πολύ μυστηριώδη τρόπο, με κάποιους να υποστηρίζουν πως αυτοκτόνησε.

Ο Λιαντίνης γεννήθηκε με το επώνυμο Νικολακάκος, αλλά το άλλαξε σε Λιαντίνης για να τιμήσει τον τόπο καταγωγής του, το χωριό Λιαντίνα στη Λακωνία. Ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στο γυμνάσιο της Λακωνίας και, το 1966, αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδαξε λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από το 1968 έως το 1970 και από το 1973 έως το 1975.

Από το 1970 έως το 1972, ο Λιαντίνης βρέθηκε στο Μόναχο, Γερμανία, μαθαίνοντας και μελετώντας τη γερμανική γλώσσα. Την ίδια περίοδο, εργαζόταν ως καθηγητής κλασικής λογοτεχνίας στο ιδιωτικό ελληνικό γυμνάσιο Otto Geselschaft. Το 1975, ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναλαμβάνει ως εργαστηριακός συνεργάτης στο Εργαστήριο Εκπαίδευσης. Αποκτά το διδακτορικό του το 1978 με άριστα. Το θέμα της διατριβής του ήταν: “Η παρουσία του Ελληνικού πνεύματος στις Ελεγείες του Δούνου του Ράινερ Μαρία Ρίλκε”.

Ως καθηγητής, διοργάνωσε πολλά σεμινάρια και διαλέξεις προς εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα.

Οι ιδέες του Λιαντίνη επηρεάστηκαν έντονα από τη φιλοσοφία της αρχαίας Ελλάδας, καθώς και από τα ιδεώδη της Ρομαντικής κίνησης και τα έργα του Φρίντριχ Νίτσε. Ο καθηγητής έκανε πολλές αναφορές στην επιστημονική πρόοδο της εποχής του, ειδικά στον τομέα της κοσμολογίας, και προσπαθούσε να διατυπώσει μια σύνδεση μεταξύ αυτού και της ύπαρξης και της φύσης του Θεού.

Έγραψε εκτενώς για την εκπαίδευση, μερικά από τα έργα του εστίασαν σε αυτό που θεωρούσε ότι ήταν η ηθική και διανοητική υποβάθμιση των σύγχρονων Ελλήνων σε σύγκριση με τους προγόνους τους.

Για να ενισχύσει περαιτέρω τη θέση του, ο Λιαντίνης αφιέρωσε μεγάλα κομμάτια του έργου του στον καθορισμό ακριβώς ποια ήταν η πραγματική αξία της αρχαίας Ελλάδας, καθώς και η πραγματική κοσμοθεωρία που κρατούσαν. Ανέρριψε την ιδέα ότι η αρχαία Ελλάδα, αν και προηγμένη για τη μεγαλύτερη διάρκεια της αρχαιότητας και ίσως το Μεσαίωνα, υπερκερδίστηκε τελικά από τις εξελίξεις της Ευρώπης της Αναγέννησης.

Αντίθετα, πίστευε ότι οι Έλληνες κατείχαν έναν πλήρη πολιτισμό, ένα είδος υπερσυνόλου για όλους τους Δυτικούς πολιτισμούς, παρελθόντων και σημερινών. Ως παράδειγμα, στο βιβλίο του “Γέμμα”, υποστήριξε ότι “οι Έλληνες δεν χρειάζονταν ψυχανάλυση επειδή είχαν την τραγωδία”.

Αυτή η περίοδος ευφυίας ήταν μικρής διάρκειας, και ο Λιαντίνης έγραψε ότι “θα ήταν ένδειξη ειλικρίνειας αν οι Έλληνες σταματούσαν να φιλοσοφούν αμέσως μετά τον Αριστοτέλη”.

Πρόσθεσε ότι σήμερα, οι Έλληνες είναι εντελώς άγνωστοι, καθώς “για τους Ευρωπαίους, εμείς οι ‘Νέοι-Έλληνες’ είμαστε ανώνυμοι, κάτι σαν Βαλκανοτούρκοι Άραβες. Είμαστε οι Ορθόδοξοι με τη ρωσική γραφή και τις τρούλες στα χωριά μας”.

Ο θάνατος ήταν επίσης κεντρικό θέμα στο έργο του καθηγητή και, όπως υποστήριζε, στο έργο των αρχαίων Ελλήνων. Ανέρριψε την ιδέα ότι η αρχαία Ελλάδα ήταν ένας πολιτισμός παιχνιδιάρικης ευχαρίστησης και υποστήριξε πως οι Έλληνες αντίθετα μας παρουσίασαν έναν κόσμο απεριόριστης μελαγχολίας, μια πρόταση που είναι συμβατή με αυτή του Νίτσε, τον οποίο θαύμαζε πολύ.

Η φιλοσοφία τους ήταν μια μελέτη του θανάτου, σύμφωνα με τον Λιαντίνη, και οι συμπεράσματά τους ήταν απόλυτα και δύσκολα να γίνουν αποδεκτά, αφού είδαν το θάνατο ως μια τελική λήξη χωρίς μεταθανάτιες ή ηθικές ανταμοιβές για τη ζωή που ζήσαμε στη γη.

Ο Λιαντίνης πίστευε ότι ο θάνατος ως θέμα απασχολούσε τους αρχαίους τόσο πολύ, ώστε να μπορεί κανείς να δει ολόκληρο τον πολιτισμό τους να προκύπτει από τις ριζοσπαστικές απόψεις που είχαν για το θέμα.

Ο καθηγητής πίστευε ότι οι αρχαίοι Έλληνες είδαν το θάνατο ως ένα μη αλλάξιμο κοσμικό νόμο και δεν συσχετίζονταν την οποιαδήποτε μεταθανάτια που είχαν συλλάβει με ένα σύστημα θείας τιμωρίας ή ανταμοιβής όπως οι αβρααμικές θρησκείες. Αν και υπήρχαν μεμονωμένοι μύθοι, όπως αυτός του Σίσυφου που καταδικάστηκε σε αιώνια τιμωρία στα βαθύτερα του Άδη, ήταν κυρίως εξαιρέσεις στον κανόνα και ποτέ δεν εξελίχτηκαν σε ένα πραγματικό σύστημα πιστεύων για τη ζωή μετά το θάνατο.

Σε μία από τις διαλέξεις του, ο Λιαντίνης είπε πως ο Όμηρος περιγράφει μια σκηνή όπου ο ήρωας, πριν τον καταπλακώσει στη μάχη, λέει στον αντίπαλό του: “Ο αγώνας των ανθρώπων σχετίζεται με εκείνον των φύλλων, όπως στιγμιαία στέκονται φρέσκα στο κλαδί του δέντρου, και σύντομα παραδίδονται στον άνεμο και τη βροχή.” Ο λυρικός ποιητής Ο Νικολακάκος είχε δεχθεί οδηγίες να το κάνει αυτό από τον αργότερα καθηγητή πριν από την αναχώρησή του. Πολλές λεπτομερείς διατομικές εξετάσεις και αναλύσεις απέδειξαν ότι το σκελετό στην κρύπτη ήταν αυτός του Λιαντίνη, αλλά η ακριβής ημερομηνία και αιτία του θανάτου του παραμένουν άγνωστα, καθώς δεν εντοπίστηκε κανένα θανάσιμο υλικό. Παρά το γεγονός ότι η διαθήκη του ανέφερε ότι τα κόκαλά του θα έπρεπε να παραμείνουν στον Ταΰγετο, τελικά ταφήκαν στο νεκροταφείο των Κεχριών κοντά στην πόλη της Κορίνθου. Στην τελευταία του επιστολή στην κόρη του, έγραψε: “Το τελευταίο μου έργο έχει τη σημασία της διαμαρτυρίας για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς, οι ενήλικες, για τις αθώες νέες γενιές που έρχονται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τη σάρκα τους. Ένα πολύ κακό κακό. Η δυστυχία μου για αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.”